καρδιακά

καρδιακά
καρδιακός
of
neut nom/voc/acc pl
καρδιακά̱ , καρδιακός
of
fem nom/voc/acc dual
καρδιακά̱ , καρδιακός
of
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καρδιακάς — καρδιακά̱ς , καρδιακός of fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρδιακός — ή, ό (AM καρδιακός, ή, όν) [καρδία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καρδιά ή που σχετίζεται με την καρδιά («καρδιακό νόσημα») νεοελλ. 1. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από καρδιακό νόσημα 2. το θηλ. ως ουσ. η καρδιακή βοτ. γένος φυτών τής… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • συγκοπική κρίση — (Ιατρ.). Λιγόλεπτη απώλεια της συνείδησης που οφείλεται σε εγκεφαλική ισχαιμία λόγω ξαφνικής πτώσης της εγκεφαλικής παροχής αίματος. Ο ασθενής πέφτει στο έδαφος και παραμένει ακίνητος, χαλαρός, χωρίς μυϊκό τόνο, άσφυγμος και ωχρός. Εάν η σ. κ.… …   Dictionary of Greek

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • μέσος — η, ο(ν) (ΑM μέσος, η, ον, Α επικ. τ. μέσσος, βοιωτ. και κρητ. τ. μέττος) 1. (τοπ. και χρον.) αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ακραίων ορίων ή μεταξύ αρχής και τέλους, μεσαίος, κεντρικός, μεσιανός 2. το κεντρικό σημείο πράγματος, το μεσαίο σημείο… …   Dictionary of Greek

  • κοραμίνη — Εμπορική ονομασία φαρμακευτικής ουσίας που χρησιμοποιείται ως καρδιοτονωτικό και διεγερτικό της αναπνοής. Πρόκειται για ένα νουκλεοπρωτεϊνικό σύμπλεγμα, το οποίο δρα επιλεκτικά στα καρδιακά κύτταρα και προάγει την ανάκτηση των καρδιακών… …   Dictionary of Greek

  • Ρέμακ, Ροβέρτος — (Remak, 1815 – 1865). Γερμανός ιστολόγος, εμβρυολόγος και νευροπαθολόγος. Αποφοίτησε το 1859 από το πανεπιστήμιο του Βερολίνου και από την ίδια χρονιά διετέλεσε καθηγητής σ’ αυτό. Οι σπουδαιότερες εργασίες του αφορούσαν τη νευροϊστολογία, τη δομή …   Dictionary of Greek

  • Σιόν, Ηλίας — (1843 – 1912). Ρώσος επιστήμονας και δημοσιογράφος. Διετέλεσε καθηγητής στη σχολή των Επιστημών και την Ιατρική Ακαδημία της Πετρούπολης. Ένα μεγάλο διάστημα της ζωής του εγκαταστάθηκε στη Γαλλία, όπου έγραψε τα περισσότερα έργα του. Τα κυριότερα …   Dictionary of Greek

  • καρδιολόγος — ο γιατρός ειδικός για τα καρδιακά νοσήματα: Θέλει να γίνει καρδιολόγος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”